συνέστειλα

συνέστειλα
συστέλλω
draw together
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συστέλλω — συνέστειλα, συστάλθηκα, συνεσταλμένος 1. περιορίζω τον όγκο: Το ψύχος συστέλλει τα μέταλλα. 2. το παθ., συστέλλομαι ντρέπομαι. 3. περιορίζεται ο όγκος μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”